Πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια ζούσε ένας δεινός προϊστορικός κυνηγός που άκουγε στο όνομα Ζα και που αποτελούσε προεξάρχων μέλος μιας ομάδας νομάδων. Τους χειμώνες συνήθιζε να εισχωρεί πρώτος στις ανεξερεύνητες σπηλιές όπου κατέφευγαν για να διαχειμάσουν οι αρκούδες. Λέγεται πως αφότου τις εντόπιζε, έχωνε τα χέρια του στο τρίχωμα τους και τις χάιδευε αλαλάζοντας σαμανικές προσευχές. Ύστερα, με τη χρήση του πολυστέναχτου ακοντίου του, κατάφερνε ένα ακαριαίο χτύπημα απαράμιλλης ακρίβειας στην κορυφή της κεφαλή τους. Ο άμεσος και δίχως πόνο θάνατος έκανε τις αρκούδες να μοιάζουν ακόμη ζωντανές. Πολύ αργότερα, μονάχα η θεά Άρτεμις θα τον ξεπερνούσε σε φήμη. Χάρη στον Ζα και το ακόντιο του, η ομήγυρη εξασφάλιζε διόλου ευκαταφρόνητες ποσότητες τροφής και ρουχισμού. Ταυτόχρονα η κατειλημμένη σπηλιά τους παρείχε ασφαλή διαμονή την περισσότερο επίπονη περίοδο του έτους. Όταν μάλιστα τύγχανε να βρίσκονται κοντά σε ποτάμια, λίμνες και πηγές, τότε η ομάδα του Ζα έπαυε να διάγει μονοσήμαντο βίο, και σιγά σιγά ευδοκιμούσε και εξελισσόταν. Τα αγαθά που τους περιτριγύριζαν, κατοχύρωναν τον απαραίτητο χρόνο να ψιλαφίσουν ή έστω να ψιχανεμιστούν την ανθρώπινη πλευρά της υπόστασης τους.
Επίγονος του Ζα υπολογίζεται πως είναι ο μεσοποτάμιος ή ίσως και Αιγύπτιος με το όνομα Ζάνρα ο Κριθαροκέφαλος. Λέγεται πως ήταν εθισμένος σε εκείνο το νέο παχύρευστο ποτό που προερχόταν από το κριθάρι και το σίτο -δηλαδή την μπύρα- και πως παρόλο που ήταν απαραίτητη η χρήση κάλαμου για την αποφυγή της κατάποσης των υπολειμμάτων του, ο Ζάνρα ο Κριθαροκέφαλος έχωνε το κεφάλι του μέσα στα αγγεία και τα αναποδογύριζε καταπίνοντας κόκκους και φλοιούς σιτηρών με περίσσια ευκολία και ηδονή. Πηγές υποστηρίζουν πως την περίοδο που ασχολήθηκε με το εμπόριο πλεχτών καλαθιών, ταξίδεψε από τη Μεσοποταμία στην Αίγυπτο και δοκίμασε για πρώτη φορά την αποκρυσταλλωμένη συνταγή της μπύρας, στην οποία είχαν προστεθεί μούρα, μπαχαρικά και μέλι. Μάλιστα, λίγο αργότερα φημολογείται πως συμμετείχε και στην κατασκευή των πυραμίδων όπου η πληρωμή γινόταν σε διάφορες ποσότητες του εθνικού ποτού της Αιγύπτου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπάθησε να εξημερώσει κάπως τούτο το ανεξέλεγκτο πάθος και περιορίστηκε σε σχετικά μικρές ποσότητες καστανοκόκκινης μπύρας. Επίσης σε μια προσπάθεια αυτοπαραπλάνησης προσέθεσε στη δίαιτα του τα λεγόμενα "μπαπίρ". Δηλαδή διπλοψημένα καρβέλια ζυθόψωμου. Στα γεράματα κατάφερε να γυρίσει πίσω στα υψίπεδα της Μεσοποταμίας όπου και διέμενε πάμφτωχος και απομονωμένος. Ένα πρωί όμως βγήκε από την καλύβα του και αντίκρυσε αυτό που θα άλλαζε άρδην τα λίγα χρόνια ζωής που του απέμεναν. Αναρίθμητα αιγοπρόβατα, αγριόχοιροι και βοοειδή είχαν περικυκλώσει την καλύβα του και έβοσκαν μετά βουλιμίας την πυκνή βλάστηση που είχε καλύψει την περιοχή μετά το λιώσιμο των πάγων. Ο Ζάνρα τα εξημέρωσε, τα περιέθαλψε και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να μεταμορφώσει την περιοχή σε μία από τις πιο ευημερούσες της Μεσοποταμίας. Όσον αφορά το τέλος της ζωής του, οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Κατά την επικρατέστερη θεωρία ο Ζάνρα ο Κριθαροκέφαλος άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της επομένης της εορταστικής τελετής προς τιμή του θεού τη καταιγίδας Μαρδούκ. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως πνίγηκε μέσα σε αφρούς μπύρας που ξεπετάγονταν από το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά του, ενώ άλλοι, περισσότερο καχύποπτοι, υποστηρίζαν ότι δηλητηριάστηκε από αυτούς που εποφθαλμιούσαν την περιουσία του. Όλοι όμως συμφωνούν πως πέθανε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη.
Επίγονος του Ζάνρα του Κριθαροκέφαλου ήταν ο Ζανρεύς ο Αχαιός με καταγωγή από τα βάθη της Ανατολής, ο οποίος συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο. Ήταν ένας εκ των οποίων έστειλε ο Νέστορας να κατασκοπεύσουν την Τροία, μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, για να μπει επιτέλους ένα τέλος στην περιβόητη "κρίση των όπλων". Οι διηγήσεις αναφέρουν πως ήταν νυκτάλωπος και άρα ο καταλληλότερος για την συγκεκριμένη επιχείρηση. Οδήγησε λοιπόν την κατασκοπευτική ομάδα κάτω από τις Σκαιές πύλες του Ιλίου κάστρου διασχίζοντας -μία νύχτα αφέγγαρη και συννεφιασμένη- ολόκληρη όλη την εμπόλεμη ζώνη, ώστε να κρυφακούσει τους πολιορκημένους αντιπάλους. Αν και υποψιάστηκε πως ο θαυμασμός των αμέριμνων Τρωωπούλων προς το πρόσωπο του Οδυσσέα, ήταν έργο θεών, παρόλα αυτά μετέφερε την πληροφορία πίσω στο στρατόπεδο ως ένα αντικειμενικό γεγονός, δίχως να σχηματίσει άποψη. Εξάλλου κατά βάθος ήταν άθρησκος. Πίστευε πως εάν όντως υπήρχαν θεοί, το μόνο που έκαναν ήταν να διαλευκάνουν και να φωτίζουν την ενδόμυχη βούληση μας, και όχι να μας κατευθύνουν σαν άβουλα, ανερμάτιστα όντα. Ο Ζανρεύς ήταν ολοκληρωτικά και συνειδητοποιημένα ανήθικος. Δεν πίστευε ούτε στην ηθική της Μοίρας, ούτε στην ηθική των θεών αλλά ούτε καν στην ηθική που γεννάται από την ίδια την συμβίωση. Παρόλα αυτά πρόλαβε την τελευταία στιγμή και έσωσε το αγαπημένο του προβατάκι από τη μάνητα του αυτόχειρα Αίαντα.
Ο επόμενος επίγονος που εμφανίζεται στα κιτάπια της ιστορίας ήταν ο Ζανήρης ο Αθηναίος. Ήταν πολίτης της αθηναϊκής δημοκρατίας και οι πηγές αναφέρουν πως είχε εκλεγεί μία φορά βουλευτής και τουλάχιστον δύο φορές δικαστικός υπάλληλος. Αναφέρεται μάλιστα πως καταψήφισε την απόφαση καταδίκης του Σωκράτη. Αργότερα έγινε ένθερμος οπαδός του Αλκιβιάδη, καθότι πίστευε πως μονάχα αυτός είχε ψυχανεμιστεί το επόμενο στάδιο εξέλιξης της δημοκρατίας όπου ήταν μια οικουμενικής φύσεως υπόσταση, μια κοσμόπολη όπου θα υπερέβαινε την, μικρής κλίμακας, κράτος-πόλη και θα ενσωμάτωνε όλους τους όμοιους -με πρόσημο την ελευθερία και την παιδεία- πολιτισμούς. Σήμερα το λέμε έθνος. Και "το έθνος το αναγνωρίζουμε, πολύ απλά, από τη νοσταλγία και την αμηχανία που νιώθουμε όταν βρισκόμαστε εκτός αυτού. Τι είναι πολιτισμός; Είναι η λέξη που έφτιαξαν οι Έλληνες για να δηλώσουν την κοινή -της πόλεως- αναμέτρηση με το νόημα της ζωής και του θανάτου. Καμία ευτυχία ή ευημερία δεν μπορεί να μας απελευθερώσει από την υπαρξιακή ανεστιότητα. Αυτά μας μάθαιναν οι τραγωδίες", συνήθιζε να λέει.
Από τις πηγές των Αλεξανδρινών χρόνων μαθαίνουμε για κάποιον ονόματι Ζάνβλιχο πιθανό απόγονο και μακρινό συγγενή του Ζανήρη του Αθηναίου. Φαίνεται πως ήταν λόγιος μαθητής του Θεόκριτου, του δημιουργού της βουκολικής ποίησης. Παρόλα αυτά ο ίδιος δεν συνέχισε την τέχνη των ειδυλλίων. Καθότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν νόμοι για την πνευματική ιδιοκτησία και ούτε θεωρούσαν υποτιμητικό να αποκόπτεις κείμενα άλλων δημιουργών και να τα ενσωματώνεις στα δικά σου, ο Ζανήρης επιδόθηκε στη σύνθεση έξοχων συμπιλημάτων. Όπως θα φαντάζεστε οι περισσότεροι ιστορικοί που χρησιμοποιούσαν αυτή την τεχνική ήταν άτεχνοι και ατάλαντοι, όμως ο Ζανήρης των Αλεξανδρινών χρόνων ήταν ο κορυφαίος μεταξύ των άτεχνων. Συνένωνε τεκμήρια, εποπτείες άλλων προσώπων και καταγραφές με τέτοια δεξιοτεχνία ώστε το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε σαν παράγωγο μιας αυθεντικής μαρτυρίας, που όχι μόνο τύχαινε να βρίσκεται μπροστά σε κάθε σημαντικό γεγονός, αλλά κατείχε και την απαραίτητη ικανότητα να την περιγράψει. Λέγεται πως ο ίδιος ξεφώνιζε τους διαλόγους τη στιγμή που τους έγραφε και πως τα κείμενα του ανάβλυζαν από συναισθήματα αλλά και τεκμηριωμένα συμπεράσματα.
Πιθανότερος γνωστός επίγονος του Ζανήρη του Αθηναίου είναι ένας Σμυρνιός που έζησε στα τέλη των βυζαντινών χρόνων με το όνομα Ζάνονας ή Ζάνον. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανασύνταξη της ασφάλειας της Σμύρνης ενώ μάλιστα για ένα μικρό χρονικό διάστημα διετέλεσε καπετάνιος και συντονιστής του αρματολισμού της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, από διάφορα δικαστικά έγγραφα βγάζουμε το συμπέρασμα πως άσκησε νομοθετικό έργο που ρύθμιζε τις διενέξεις μεταξύ των πλοιάρχων της Χίου. Από τα πρακτικά των κοινών διαπιστώνουμε πως σε μία αγόρευση του αναφέρει ότι: "δεν προκύπτει από πουθενά ως προφανές ότι η εργασία αποτελεί αγαθό συμφυές με την ανθρώπινη υπόσταση, δηλαδή αξία αυτή καθαυτή. Ούτε φυσικά ότι η μορφή και οι σχέσεις εργασίας που ευδοκιμούν στην, συγκριτικά με εμάς, καθυστερημένη Εσπερία, συνθέτουν ένα καταπιεστικό μεν αλλά αναγκαίο κακό για την επίτευξη της αρμονίας εντός κοινωνικού συνόλου. Η αληθινή απελευθέρωση του ανθρώπου θα έρθει αφότου οι θεοί μας στείλουν τις αυτόματες μηχανές τους".
Κάπου εδώ χάνονται οι έγκυρες πηγές. Φημολογείται πως υπήρξε ένας Ζάνο, κάτοικος Μολδοβλαχίας, με ελαφρά χαρακτηριστικά Μογγόλου. Ήταν λάτρης του ελληνικού πνεύματος και είχε σκοπό να μετεγκατασταθεί στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος. Μόλις όμως πληροφορήθηκε τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια έκλαψε όλη νύχτα και το επόμενο πρωί μάζεψε όλη την πραμάτεια του και τη φόρτωσε σε ένα μουλάρι. Όλο το χωριό μαζεύτηκε έξω από το σπίτι του. Άλλοι για να τον αποχαιρετήσουν και άλλοι για να τον μεταπείσουν. "Το Ελληνικό κράτος γεννήθηκε για να πεθάνει", φαίνεται να είπε πριν χαθεί στον ανατολικό ορίζοντα.
Όσον αφορά την αφεντιά μου, με λένε Νίνο Ζάνο. Όταν γεννήθηκα είχε πανσέληνο και ξαστεριά ταυτόχρονα. Ήταν καλοκαίρι αλλά την επομένη χιόνισε. Το πρώτο πράγμα που ρώτησα όταν έμαθα να μιλάω ήταν το πως γίνεται να ανατέλλει ο ήλιος καθημερινά από το ίδιο σημείο, αφού την προηγουμένη τον έβλεπα να βουτάει και να χάνεται μέσα στη θάλασσα από εκ διαμέτρου αντίθετη θέση. Μου είπαν πως καθόλη τη διάρκεια της νύχτας ο ήλιος ταξιδεύει πλέοντας κοιμώμενος πάνω σε ένα κρεβάτι φτιαγμένο από τον Ήφαιστο. "Και τότε το άρμα του και τα άλογα του πως γυρίζουν πίσω από μόνα τους, δίχως τον ιππηλάτη τους;" Ήταν η επόμενη μου ερώτηση και απάντηση δεν πήρα ποτέ. Όταν μεγάλωσα έμαθα πως δεν έχω πατρίδα αλλά ούτε είμαι κοσμοπολίτης. Ήμουν ένα σύμπλεγμα ανεξημέρωτου λιονταριού και σπουργιτιού σε κλουβί. Όταν μεγάλωσα ακόμη περισσότερο και κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, επέλεξα τον αναχωρητισμό. Με τους άλλους χάνουμε ή κερδίζουμε τον εαυτό μας. Εγώ περισσότερο έχανα. Πάντως ακόμη πιστεύω στις σπουδαίες παρέες. Σκέφτηκα να αφεθώ σε ληθαργική απραξία. Δεν είχα οίκημα, δεν είχα εστία. Ήμουν παραδομένος απόλυτα στον χρόνο και στη φθορά του. Μόλις όμως ένιωσα την ανάγκη να βάλω μια σκεπή πάνω από το κεφάλι μου ήταν πια πολύ δύσκολο. Τοποθετούσα έναν έναν τους λίθους μέσα στο δάσος και έκλαιγα από τα νεύρα μου. Ήταν αργά για οποιαδήποτε αναζήτηση θαλπωρής. Είχα θεοποιήσει το πρόσκαιρο, το φρούδο και το εφήμερο και το να έχω σπίτι με έκανε πέρα για πέρα λογικό. Όμως τα ένστικτα ως κινητήρια δύναμη ήταν ανέκαθεν επικίνδυνα. Πλέον δεν επιθυμούσα τίποτα παραπάνω που να μην το επιθυμούσα για όλο τον κόσμο. Πως όμως να γυρίσω πίσω; Πως να ζήσω ανάμεσα στους άλλους έτσι ξαφνικά; Άξιζε τον κόπο ή μήπως θα έπρεπε να υποστώ έναν αβάσταχτο εσωτερικό συμβιβασμό;
Δυο ημέρες απόσταση από το πλίθινο σπίτι μου βρισκόταν το "Βουνό της Ομίχλης". Από το παράθυρο της ανατολικής πλευράς μπορούσα να δω την γυμνή κορυφή του. Οι μύθοι του δάσους περιέγραφαν έναν υπεραιωνόβιο χρησμοδότη γέροντα να στέκεται ασάλευτος στη μύτη του βουνού, έτοιμος να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που βασάνιζαν τις αγνές ψυχές σαν του λόγου μου. Αρκούσε να φτάσεις εκεί αυτοπροσώπως και να του τα απευθύνεις. Η μόνη νουθεσία που μου χαρίστηκε προκαταβολικώς ήταν να διαλέξω έναν από τους σχετικά σφαιρικούς ογκόλιθους που κείτονταν στους πρόποδες του βουνού και να τον σπρώξω, ως άλλος Σίσυφος, ως την κορυφή. Δεν επρόκειτο για συμβολικής φύσεως πράξη. Ο ογκόλιθος, εν είδη ασπίδας, θα με προστάτευε από τις επιθέσεις τεράτων που ενδημούσαν στις πλαγιές. Από μόνος πήρα επίσης την πρωτοβουλία να προμηθευτώ και μία σοκολάτα, γιατί από την εμπειρία μου γνώριζα πως ύστερα από πολύωρη ορειβασία, η βρώση της συγκαταλέγεται στις κορυφαίες απολαύσεις που δύναται να βιώσει ένα ανθρώπινο ον.
Μόλις πάτησα το πόδι μου στη ρίζα του βουνού, είδα την ομίχλη να διαλύεται και όλη τη διαδρομή να "ξεδιπλώνεται" στον ορίζοντα. Θυμήθηκα τη θεά Αθηνά που έδιωξε την καταχνιά από την Ιθάκη για να πειστεί ο καχύποπτος Οδυσσέας πως όντως βρισκόταν επιτέλους πίσω στην πατρίδα του. Όμως εγώ ήμουν ιδανικά αφελής για μια τέτοια περιπέτεια. Τα όντα, αν και είχαν υπερφυσική και δύσμορφη διάπλαση, δεν με τρόμαξαν ιδιαίτερα. Ξαφνιάστηκα όμως από την παρουσία των θαλασσινών μυθολογικών τεράτων. Σε χαμηλό υψόμετρο διέκρινα τον Ουροβόρο Όφι να "σβήνει" τη δίψα του στραγγίζοντας την κοίτη του μοναδικού ποταμού. Λίγο παραπάνω είδα τη Λερναία Ύδρα και την Έχιδνα να κουνάνε περήφανα τις διχαλωτές τους γλώσσες. Πίσω τους βρισκόταν μία λόχμη απ' όπου ξεπρόβαλαν οι κένταυροι, οι κέρβεροι και οι μινώταυροι. Στις κορυφές των δέντρων χόρευαν διαφόρων ειδών σιλφίδες και μια ομάδα εξ αυτών πέταξε ψηλά ουρλιάζοντας εκκωφαντικά προς την κορυφή. Ξάφνου στον ορίζοντα εμφανίστηκαν οι βαλκυρίες με τα τρολς, ενώ η βουνοκορφή σκιάστηκε από τα πελώρια φτερά των ιππογρύππων, των δράκων , των αρπυίων και των σφιγγών. Ανάμεσα από τις σκιές κατάφερα να διακρίνω τα κόκκινα μάτια του Κουγιάτα που ξεφυσούσε και ρουθούνιζε από τα αμέτρητα ρουθούνια του.
Δεν επιθυμώ να μακρηγορήσω πάνω στο ζήτημα της ανάβασης στο "Βουνό της Ομίχλης". Μονάχα ο Ξενοφώντας θα μπορούσε να αποδώσει με εγκυρότητα τούτο το ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Όταν τελικά έφτασα στην κορυφή κρατούσα σφιχτά μέσα στην χούφτα μου έναν σβόλο. Ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από τον κυλιόμενο ογκόλιθο που θρυμματίστηκε από την σφοδρότητα των άνισων μαχών μου. Πέταξα την πέτρα στον γκρεμό και προσπάθησα να ξαναβρώ τις ανάσες μου. Τεράστιες, αν όχι γιγάντιες, νιφάδες άρχισαν να πέφτουν γύρω μου. Αφού χάζεψα για λίγο το θέαμα στράφηκα προς τον χρησμοδότη γέροντα. Στην αρχή δεν του απευθύνθηκα γιατί δεν ήθελα να βεβηλώσω τούτη τη γαλήνια και βελούδινη σιωπή. Μετά δεν μίλησα γιατί έφαγα την σοκολάτα μου. Και όταν τρώμε δεν μιλάμε. Στο τέλος επέλεξα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό σαν από παιδικό πείσμα.
"Είναι κανείς εδώ;" , ρώτησε ο γέροντας και τότε συνειδητοποίησα αυτό που, από ώρα, έπρεπε τουλάχιστον να είχα υποψιαστεί. Όπως κάθε παραμύθι που είχα διαβάσει, ο σοφός γέροντας ήταν τυφλός. "Έπρεπε" να είναι τυφλός. Αν είχε όραση, ο φαινομενικός κόσμος ίσως να τον αποπροσανατόλιζε από το αληθινό, το ιδεατό, το άφθαρτο και το άχρονο. Ίσως το μέγεθος της σοφίας του να μην είχε ανάγκη από εμπειρία. Πιθανόν η εμπειρία γι' αυτόν να αποτελούσε πλάνη. Όμως ο χρησμός που επρόκειτο να μου χαρίσει, μαρτυρούσε πως είχε την ικανότητα να συνδέεται τόσο με το υπερβατικό όσο και με το αισθητό.
"Ναι, εγώ είμαι εδώ. Ο Νίνο Ζάνο", του είπα λες γνωριζόμασταν. Τότε τον άκουσα να μου απευθύνεται εξίσου φυσικά, όπως θα έκανε αν συνέχιζε μια συζήτηση που είχαμε διακόψει στο παρελθόν:
"Για να αντέξεις αυτή τη δυσβάσταχτη επιλογή του να ζήσεις τελικά ανάμεσα στους ανθρώπους, έχεις ανάγκη από την τέχνη. Για να γίνεις όμως καλλιτέχνης πρέπει να μάθεις να ζεις ανάμεσα τους, αλλά ταυτοχρόνως και "έξω" από αυτούς. Γι' αυτό και είναι παράλογη η ζωή του καλλιτέχνη. Πέρα όμως από αυτό, χρειάζεσαι και την καθοδήγηση της φίλαυλης θεάς Μούσας. Μονάχα μέσω αυτής θα υπηρετήσεις την τέχνη. Μονάχα μέσω αυτής θα συνειδητοποιήσεις -σε βάθος- πως δεν είσαι και τίποτα σπουδαίο, είσαι μονάχα ένα μέσο. Ένα μέσο που ανοίγει δίοδο προς τους άλλους που επίσης δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Και μέσα από αυτή τη δίοδο μπορείτε όλοι μαζί να ανακαλύψετε τι είναι αυτό που σας ενώνει και ίσως αλληλοπαρηγορηθείτε. Σπουδαίοι δεν είστε, η σχέση μεταξύ σας όμως μπορεί να γίνει. Αυτό είναι όλο."
Ύστερα μου έδωσε οδηγίες για να εντοπίσω το σπάνιο "Βότανο των Νυμφών". Λέγεται πως φυτρώνει μονάχα μέσα στο χώμα που έσταξαν τα δάκρυα τους οι Δρυάδες Νύμφες και πως όποιος το ανακαλύψει, το μασήσει και το καταπιεί, ύστερα θα αναδυθεί από το δέρμα του μια πρωτόγνωρη οσμή που προσελκύει τη θεά Μούσα. Επίσης μου είπε πως αν ο επίδοξος καλλιτέχνης διαχειριστεί τούτη την πρωτοφανή δύναμη με σύνεση, τούτη η ευοσμία δύναται θα τον συντροφεύει εφ'όρου ζωής. Οι πιο πρόσφατοι οιωνοί μαρτυρούσαν πως είχε ανθίσει μονάχα ένα από τα θεόπλαστα βότανα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και πως το σχήμα του θύμιζε το καλλιγραφικό "G" του λατινικού αλφαβήτου. Τέλος, μου είπε πως για να μάθω την ακριβή τοποθεσία του, έπρεπε να επισκεφτώ την πόλη Τάραντα που είχε πλέον απερημωθεί λόγω ενός φρικιαστικού εργοστασιακού δυστυχήματος που αφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της. Ελάχιστοι είχαν καταφέρει να διαφύγουν, ενώ οι μερικές δεκάδες ανεπανόρθωτα τραυματισμένων ανθρώπων που παρέμειναν στην πόλη, είχαν επιλέξει τούτο τον απαρηγόρητο βίο με στωικότητα και δίχως ίχνος μοιρολατρίας. "Αυτοί θα ξέρουν να σε καθοδηγήσουν", μου είχε πει ο χρησμοδότης και προτού με αποχαιρετήσει μου δώρισε μία αντιασφυξιογόνα μάσκα και μία χιονοσανίδα για να καταρρηχηθώ το "Βουνό της Ομίχλης".
Καταφθάνοντας μετά από λίγες ημέρες στην στοιχειωμένη πόλη του Τάραντα, είδα στον ορίζοντα ρυπογόνα μαύρα νέφη που αναδύονταν από τα φουγάρα, να αναμειγνύονται με υδροφόρα σύννεφα. Φόρεσα την αντιασφυξιογόνα μάσκα και προχώρησα προς το κέντρο της πόλης. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν μονόφθαλμος, είχε σακατεμένα μούτρα και του έλειπε το δεξί του χέρι από τον αγκώνα και κάτω. Στη θέση του κολοβωμένου μέλους είχε ένα σιδερένιο βραχίονα που κατέληγε σε γάντζο. Αφού συστηθήκαμε τον ρώτησα για τα αερόστατα που αιωρούνταν στον νεφώδη ουρανό. Με ενημέρωσε πως μερικές ομάδες εύπορων και επιφανών πολιτών αποπειράθηκαν να διαφύγουν από αέρος, παρακάμπτοντας τη συμφόρηση στους δρόμους που δημιουργήθηκε λίγες στιγμές αφότου ακούστηκαν οι σειρήνες έκτακτης ανάγκης. Δυστυχώς, μου είπε, κανείς τους δεν τα κατάφερε. Το πιθανότερο ήταν πως πέθαναν από ασφυξία. Επίσης υπέθετε πως η διαφορά πυκνότητας της ατμόσφαιρας ήταν αυτή που είχε δώσει στα αερόστατα την ανατριχιαστική και μακάβρια ιδιότητα να παραμένουν εκεί ψηλά στον ουρανό, έτσι ανερμάτιστα και παραφορτωμένα με τα κουφάρια τους.
Όταν τελικά τον ρώτησα για την σπανιότητα και τις ιδιότητες του βοτάνου που ενδημούσε στα μέρη του, φάνηκε να ξαφνιάζεται. Όχι γιατί δεν καταλάβαινε σε τι αναφερόμουν. Απλώς θεωρούσε αδιανόητο ότι ένα φυτό που είχε αναπτυχθεί υπό αυτές τις τόσο δυσοίωνες συνθήκες μπορούσε να προσφέρει έμπνευση στον καταναλωτή του, και μάλιστα ένθεη.
Αποχαιρέτησα τον μεταλλαγμένο συνάνθρωπο μου σφίγγοντας του το σιδερένιο χέρι και κατευθύνθηκα πάραυτα προς το δάσος που μου είχε υποδείξει. Μια ομάδα εκφυλισμένων πεταλούδων με καθοδήγησαν ανάμεσα από κορμούς δέντρων, τυλιγμένων ασφυκτικά από λειχήνες, μέχρι που έφτασα μπροστά σε ένα πελώριο σταχτόλευκο μανιτάρι. Ο εντυπωσιακός μύκητας σκέπαζε με το χνουδωτό πίλο του, το πολυπόθητο βότανο σε σχήμα "G". Απεκδύθηκα το πανωφόρι και την μάσκα μου, πήρα δύο ανάσες, έκοψα προσεκτικά το βότανο και το μασούλισα διστακτικά. Προς στιγμήν φοβήθηκα μήπως ήταν όλα ένα ψέμα. Μήπως το βότανο ήταν δηλητηριώδες. Μήπως το πάθος μου με είχε οδηγήσει σε μια ακούσια αυτοχειρία. Όμως τελικά με ανακούφισε η σκέψη πως το σώμα είναι θησαυρός που πρέπει να σπαταληθεί. Όπως και ο χρόνος άλλωστε. Ας παραδοθώ λοιπόν στον πειρασμό, σκέφτηκα και το καταβρόχθισα.